- θάψινος
θάψινος, gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάψινος, gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάψινος — θάψινος, η ον (Α) [θάψος] αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρός («θάψινος γυνή», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο τού οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή] … Dictionary of Greek
θάψινον — θάψινος yellow coloured masc acc sg θάψινος yellow coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαψίνῃ — θάψινος yellow coloured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)