λάχνος

λάχνος

λάχνος, ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάχνος — wool masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνος — (I) λάχνος, ὁ (Α) λάχνη*, χνούδι, τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λάχνη]. (II) λάχνος, ὁ (Α) λαίμαργος, αδηφάγος. (III) ο ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας aphididae …   Dictionary of Greek

  • λαχνός — ο (Μ λαχνός) κλήρος νεοελλ. 1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε») 2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός») 3.… …   Dictionary of Greek

  • λαχνός — ο ο κλήρος, το δελτίο του λαχείου: Τράβηξε ένα λαχνό από την κληρωτίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάχνῳ — λάχνος wool masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • λαχμός — (I) λαχμός, ὁ (Μ) μερίδιο, κλήρος, λαχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. μός (πρβλ. θεσ μός, χρησ μός)]. (II) λαχμός, ὁ (Α) λακτισμός, κλότσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • волокно — укр. волокно, болг. влакно, сербохорв. влакно, словен. vlakno, чеш., слвц. vlakno, польск. wɫokno, в. луж. wɫokno, н. луж. ɫokno; см. Торбьёрнссон 1, 104. Считается родственным др. инд. valkam, valkas лыко , др. англ. wloh волокно, клочок ; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • волос — род. п. волоса, мн. волосы, волоса, укр. волос, ст. слав. власъ θρίξ, κόμη (Супр., Остром.), болг. влас, сербохорв. вла̑с, словен. lȃs, чеш. vlas, польск. wɫos, в. луж. wɫos, н. луж. ɫos; см. Торбьёрнссон 1, 105. Родственно авест. varǝsa волос… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • волоха — кожа, шкура, рубаха , волохатый косматый , укр. волохатий, польск. wɫochaty волокнистый . По Торбьёрнссону (1, 103), родственно греч. λάχνος шерсть; кудри , сюда же волокно, волос …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”