λάχεια

λάχεια

λάχεια, ἡ, νῆσος, ἀκτή, Od. 9, 116. 10, 509, nach den Alten εὔσκαπτος καὶ εὔγαιος, also von λαχαίνω, gutes Grabeland habend, leicht umzugraben und zu bebauen, im Ggstz des Felsigen; nach Andern entweder = ἐλάχεια, oder so zu schreiben, mit Elision des vorhergehenden Vocals, die klein, niedrig erkl.; Einige erkl. es gar für ein nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια …   Dictionary of Greek

  • λαχείᾳ — λαχείᾱͅ , λάχεια fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχείας — λαχείᾱς , λάχεια fem acc pl λαχείᾱς , λάχεια fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχειαν — λάχεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχε' — λάχεα , λάχεια fem nom/voc sg (epic ionic) λάχεαι , λάχεια fem nom/voc pl (epic ionic) λάχεα , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λάχει , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάχεϊ , λάχος allotted… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лаз — тропа диких лесных зверей, которую они прокладывают, когда ходят на водопой , арханг. (Подв.), лазина раскорчеванное место, просека в лесу , укр. лаз, сербохорв. ла̏з тропинка, лаз; небольшая нива; порубка в лесу , словен. lа̑z просека в лесу;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • λαχύφλοιος — λαχύφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάχεια] …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”