λάφῡρον

λάφῡρον

λάφῡρον, τό (verwandt mit λαπάζω, λαφύσσω), Beute, u. zwar nach VLL. die dem lebenden Feinde entrissen wird, zum Unterschied von σκῦλα; gew. im plur., wie bei den Tragg., Aesch. Spt. 260 u. öfter, Soph. Ai. 92, ἀρετῆς Trach. 643, τὰ κλεινὰ δ' Ἑλλὰς ἔλαβε βαρβάρου κόρας λάφυρα Eur. Herc. Fur. 416; in Prosa, ἀποδόμενος τὰ λάφυρα Xen. Hell. 5, 1, 24; Sp., wie Pol. 3, 17, 7; Plut. Alex. 25. – Der sing. erst bei Pol., τὸ λάφυρον πᾶν ἐποίησαν μετὰ τῶν σωμάτων τάλαντα τριακόσια, d. i. die sonstige Beute u. die zu Sklaven gemachten Gefangenen, Pol. 2, 62, 12 u. öfter; Strab. V, 222; λάφυρον ἐπικηρύττειν κατά τινος, pol. 4, 36, 7, bekannt machen, daß man Jem. ausplündern dürfe.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάφυρον — λάφῡρον , λάφυρα spoils neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • полон — род. п. а, полонить, ню, укр. полон, полонити, блр. полон, др. русск. полонъ, полонити, ст. слав. плѣнъ λάφυρον (Супр.), плѣнити α ἰχμαλωτεύειν (Супр.), болг. плен (Младенов 428), сербохорв. пле̑н, пли̏jен добыча , словен. рlе̣̑n добыча,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • LABARUM vel LABORUM — vexillum militare, a temporibus Constantini Mag. qui contra Maxentium pugnaturus, signo in aere viso, cum verbis: Ε᾿ν τούτῳ νΐκα, In hoc vince, confirmatus, paulo post felici eventu conflixit. Erat autem hasta longa, cum ligno in apice transverso …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λαφυρολογώ — λαφυρολογῶ, έω (AM) συλλέγω λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + λογῶ (< λόγος < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …   Dictionary of Greek

  • λαφυρώ — λαφυρῶ, έω (Α) [λάφυρον] λαφυρεύω* …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԱՐ — (ի, կամ ոյ, աց կամ ից, աւ, օք.) NBH 1 0391 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. προνομή, σκῦλον, λάφυρον praeda, exuviae, spolium եւն. Անկած պատերազմի. առ. ապուռ. կապուտ. կողոպուտ. ալափ. եւ գերի. ... *Առին զամենեայն աւար… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”