θάτερον

θάτερον

θάτερον (genauer ϑἄτερον geschrieben), τό, att. = τὸ ἕτερον, wie ϑάτερα = τὰ ἕτερα imasc. ἅτερος, ϑἀτέρου, ϑἀτέρῳ, gew. ohne die Koronis geschrieben, erst Sp. sagen ϑάτερος, von Thom. Mag. getadelt, vgl. Luc. Pseudol. 291; δυοῖν λόγοιν σε ϑατέρῳ δωρήσομαι Aesch. Prom. 780; ἢ ϑάτερον δεῖ δυςτυχεῖν ἢ ϑάτερον Eur. Ion 849; oft bei Plat., Ggstz ταὐτόν Soph. 254 d. Bes. ἐπὶ ϑάτερα, auf die andere, entgegengesetzte Seite, τοτὲ μὲν ἐπὶ ϑάτερα, τοτὲ δ' ἐπὶ ϑάτερα τοὺς λόγους ἕλκων, bald hier-, bald dorthin, Soph. 259 c; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα, von der entgegengesetzten Seite her, Prot. 314 e, wie Thuc. 7, 37; Xen. An. 5, 4, 10, oft; Sp., ἐκ μὲν ϑατέρου μέρους, ἐκ δὲ ϑατέρου, Pol. 5, 46, 1. Euphemistisch für κακόν, wie Dem. 22, 12 sagt ἀγαϑὰ ἢ ϑάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον; vgl. Plat. Euthyd. 280 e Phaed. 114 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θἄτερον — ἅτερον , ἅτερος sṃ masc acc sg ἅτερον , ἅτερος sṃ neut nom/voc/acc sg ἕτερον , ἕτερος D Mort. masc acc sg ἕτερον , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερον — ἕτερον , ἕτερος D Mort. masc acc sg ἕτερον , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερος — θάτερος, έρα, ον (AM) έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» το ένα από τα δύο). επίρρ... θατέρως (Α) 1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο 2. εξάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ …   Dictionary of Greek

  • Плотин — (204 269) главный представитель новоплатонизма, родом из Ликополя в Египте, учился в Александрии у Аммония Саккаса, считающегося основателем новоплатонической философии. Переселившись в Италию (ок. 241 г.), П. становится известным учителем в Риме …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”