- λάτρευμα
λάτρευμα, τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάτρευμα, τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… … Dictionary of Greek
λάτρευμα — service for hire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύματα — λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύματ' — λατρεύματα , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl λατρεύματι , λάτρευμα service for hire neut dat sg λατρεύματε , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)