λάρος

λάρος

λάρος, , ein gefräßiger (s. das Folgde u. vgl. λαβρός) Meervogel, λάρος ὄρνις, Od. 5, 51; die Möve, Arist. H. A. 5, 9. 8, 3; λάρος κεχηνώς, Ar. Equ. 951; übertr., ein habgieriger Mensch, wie ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆςφιμώσητε Nubb. 582 [aber Av. 567 ist α lang gebraucht]; vgl. Matron. bei Ath. IV, 134 e πεινῶντι λάρῳ ὄρνιϑι ἐοικώς u. XI, 411 e. – Auch ein Schimpfwort, Dummkopf, Luc. Tim. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… …   Dictionary of Greek

  • λάρος — sea mew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο …   Dictionary of Greek

  • λάρε — λάρος sea mew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροις — λάρος sea mew masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρον — λάρος sea mew masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρου — λάρος sea mew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρους — λάρος sea mew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”