- θάργηλος
θάργηλος ἄρτος, soviel wie ϑαλύσιος, Ath. III, 114 a. Davon τὰ ϑαργήλια u. ϑαργηλιών, s. nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάργηλος ἄρτος, soviel wie ϑαλύσιος, Ath. III, 114 a. Davon τὰ ϑαργήλια u. ϑαργηλιών, s. nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάργηλος — θάργηλος, ό (Α) θαλύσιος* … Dictionary of Greek
θάργηλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαργήλων — θάργηλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάργηλον — θάργηλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)