θάρσησις

θάρσησις

θάρσησις, , das Muthfassen, Vertrauen, Thuc. 7, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάρσησις — θάρσησις, ήσεως, ή [θαρσώ] (Α) το να λαμβάνει κανείς θάρρος από κάτι, η πεποίθηση για κάποιο πράγμα («θάρσησις ταῑς ναυσί», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • θαρσήσει — θάρσησις confidence in fem nom/voc/acc dual (attic epic) θαρσήσεϊ , θάρσησις confidence in fem dat sg (epic) θάρσησις confidence in fem dat sg (attic ionic) θαρσέω to be of good courage aor subj act 3rd sg (epic) θαρσέω to be of good courage fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] …   Dictionary of Greek

  • θαρσήσῃ — θαρσήσηι , θάρσησις confidence in fem dat sg (epic) θαρσέω to be of good courage aor subj mid 2nd sg θαρσέω to be of good courage aor subj act 3rd sg θαρσέω to be of good courage fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”