- λοῖσθος
λοῖσθος, ον (vgl. λείπω, λοιπός), der zurückbleibende. hinterste, letzte; im Wettfahren, Il. 23, 536; λοισϑοτάτην δ' 'Ἥρην ποιήσατ' ἄκοιτιν Hes. Th. 921; Soph. frg. 626; λοῖσϑον δόρυ Eur. Hel. 1613; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοῖσθος, ον (vgl. λείπω, λοιπός), der zurückbleibende. hinterste, letzte; im Wettfahren, Il. 23, 536; λοισϑοτάτην δ' 'Ἥρην ποιήσατ' ἄκοιτιν Hes. Th. 921; Soph. frg. 626; λοῖσϑον δόρυ Eur. Hel. 1613; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοῖσθος — left behind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ … Dictionary of Greek
λοῖσθον — λοῖσθος left behind masc/fem acc sg λοῖσθος left behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοστός — ο (Μ λοστός) μοχλός, ράβδος νεοελλ. σιδερένιος κυλινδρικός μοχλός για τη μετακίνηση βαρών, για την απόσπαση βράχων από το έδαφος ή για τη διάνοιξη οπών σε πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοῖσθος ή λοισθός «δοκός»] … Dictionary of Greek
λοισθοτάτας — λοῑσθοτάτᾱς , λοῖσθος left behind fem acc superl pl λοῑσθοτάτᾱς , λοῖσθος left behind fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῖσθ' — λοῖσθα , λόω lǎvo pres opt act 2nd sg (epic) λοῖσθα , λόω lǎvo pres subj act 2nd sg (epic) λοῖσθε , λόω lǎvo pres opt mp 2nd pl λοῖσθα , λοῖσθος left behind neut nom/voc/acc pl λοῖσθε , λοῖσθος left behind masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθω — λοί̱σθω , λοῖσθος left behind masc/fem/neut nom/voc/acc dual λοί̱σθω , λοῖσθος left behind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Leiste, die — Die Leiste, plur. die n, in einigen Gegenden auch der Leist des en, plur. die en, oder der Leisten, des s, plur. ut nom. sing. Diminut. das Leistchen, Oberdeutsch Leistlein, ein Wort, welches nur noch in einigen Fällen üblich ist, einen langen… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Letzt — Lêtzt, adj. et adv. welches von Dingen gebraucht wird, welche kein anderes Ding ihrer Art nach sich haben, so wohl der Zeit, als dem Orte und der Ordnung nach; im Gegensatze des erst. 1) Der Zeit nach. Der letzte Tag im Jahre. Er ist immer der… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
λοίσθημα — λοίσθημα, τὸ (Α) [λοίσθος (I)] (κατά τον Ησύχ.) «τέλος, πέρας. ἔσχατος» … Dictionary of Greek
λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… … Dictionary of Greek