θημών

θημών

θημών, ῶνος, ὁ, das Zusammengelegte (τίϑημι), der Haufen, nach Eust. eigtl. vom Korn, ἠΐων καρφαλέων Od. 5, 368; ἀχύρων Arist. Meteor. 1, 7, Sp., wie Opp. H. 4, 496. Vgl. ϑωμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] …   Dictionary of Greek

  • θημών — heap masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημῶνα — θημών heap masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημῶνας — θημών heap masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημῶνες — θημών heap masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημῶνι — θημών heap masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημῶνος — θημών heap masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ԴԵՂ — I. (ոյ, ոց. եւ եւս ի, ից.) NBH 1 0608 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c, 12c գ. φάρμακον medicina, medicamen, ῤητίνη resina, κολλούριον collyrium Դարման առողջարար հիւանդաց, եւ Սպեղանի վիրաց կամ պատրոյգ. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • стог — род. п. а, укр. стiг, род. п. стогу, блр. стог, русск. цслав., сербск. цслав. стогъ θημών, болг. стог (Младенов 609), сербохорв. штокавск., чак. сто̑г, род. п. сто̏га, но также чак. сто̏г, род. п. сто̀га (Ван Вейк, AfslPh 36, 340), словен. stòg …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”