- θοίνημα
θοίνημα, τό, = ϑοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν ϑοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοίνημα, τό, = ϑοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν ϑοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοίνημα — θοίνημα, τὸ (Α) φαγητό, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα*] … Dictionary of Greek