θηέομαι

θηέομαι

θηέομαι ion., u. θαέομαι dor., = ϑεάομαι, schauen, anschauen, gew. mit dem Nebenbegriffe des Bewunderns, anstaunen, ϑηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν, Il. 7, 444. 10, 524 Od.2, 13, neben ϑαμβέω Il. 23, 728; ϑηοῖο 24, 418; Her. ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον 4, 85, ἐϑηεῦντο 3, 136, ἐϑηήσαντο 3, 23, ϑηησάμενος 1, 11; – Hom. hat auch ϑησαίατο für ϑηήσαιντο, Od. 18, 191.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηέομαι — (Α) ιων. τ. βλ. θεώμαι …   Dictionary of Greek

  • θαέομαι — (Α) (δωρ. τ.) θεάομαι, ώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θηέομαι, ιων. τ. τού θεά ομαι, ώμαι, (βλ. λ. θέα)) …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • θηήτωρ — θηήτωρ, ὁ (Α) [θηέομαι] (ποιητ. τ.) βλ. θηητήρ …   Dictionary of Greek

  • θηητήρ — θηητήρ, ος ὁ (Α) [θηέομαι] αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων») …   Dictionary of Greek

  • θηητής — θηητής, ὁ (Α) [θηέομαι] ο θεωρός …   Dictionary of Greek

  • θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει …   Dictionary of Greek

  • πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] …   Dictionary of Greek

  • dhei̯ǝ- : dhi̯ā- : dhī- —     dhei̯ǝ : dhi̯ā : dhī     English meaning: to see, show     Deutsche Übersetzung: ‘sehen, schauen”     Material: O.Ind. ádīdhēt “ he looked “, pl. dīdhimaḥ , Med. dī dhyē, ádīdhīta, Konj. dīdhayat (perhaps converted to present perf., compare… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”