- θλάστης
θλάστης, ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch ϑλάτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλάστης, ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch ϑλάτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek
θλαστῶν — θλάστης masc gen pl θλαστός crushed fem gen pl θλαστός crushed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάστην — θλάστης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυοθλάστης — ο ο καρυοθραύοτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + θλάστης (< θλάστης < θλω «σπάω, τσακίζω») πρβλ. εμβρυο θλάστης, κρανιο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοκκοθλάστης — ο εργαλείο που χρησιμεύει στη θραύση και στον τεμαχισμό διαφόρων δημητριακών καρπών, σπόρων και άλλων ουσιών που προορίζονται για τη διατροφή ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εμβρυο θλάστης, οστεο θλάστης] … Dictionary of Greek
κρανιοθλάστης — και κρανιοθραύστης, ο το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο θλάστης, καρυο θραύστης. Η λ. κρανιο θραύστης… … Dictionary of Greek
σαρκοθλάστης — ο, Ν χειρουργικό εργαλείο, όμοιο με λαβίδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την θλάση μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. σαρκοτρίπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης] … Dictionary of Greek
σιδηροθλάστης — ο, Ν η χαλύβδινη σφήνα τού αμονιού πάνω στην οποία λυγίζονται με σφυρηλασία τεμάχια από σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θλάστης (< θλώ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek