- θλάσπις
θλάσπις, εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von ϑλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλάσπις, εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von ϑλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλάσπις — θλάσπις, ιδος ἡ (Α) είδος βοτάνου που ο καρπός του χρησίμευε στην ιατρική, καψάκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το θλω* από τον Διοσκουρίδη είναι μάλλον παρετυμολογική] … Dictionary of Greek
θλάσπις — θλάσπῑς , θλάσπις shepherd s purse fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θλάσπις shepherd s purse fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσπι — θλάσπις shepherd s purse fem voc sg θλάσπῑ , θλάσπις shepherd s purse fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσπιν — θλάσπις shepherd s purse fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσπιος — θλάσπις shepherd s purse fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλασπίδιον — θλασπίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θλάσπις*] … Dictionary of Greek
θλάσπι — το (Α θλάσπι) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες αρχ. είδος βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις] … Dictionary of Greek
μυΐτις — μυΐτις, ἡ (Α) θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μυρμηκ ίτις, πεταλ ίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον] … Dictionary of Greek
μυιόπτερον — μυιόπτερον, τὸ (Α) το βότανο θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + πτερόν. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή το διάφραγμα τού φρούτου του θυμίζει φτερό μύγας] … Dictionary of Greek
θλάσπεως — θλάσπεω̆ς , θλάσπις shepherd s purse fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)