- θολ-ώδης
θολ-ώδης, ες, = ϑολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ ϑολώδεσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολ-ώδης, ες, = ϑολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ ϑολώδεσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.