ληθεδών

ληθεδών

ληθεδών, όνος, ἡ, = Folgdm; Tull. Laur. 3 (VII, 17); Agath. 45 (Plan. 244).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληθεδών — ληθεδών, όνος, ἡ (Α) (ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα δών (πρβλ. αρπε δών, μελε δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου] …   Dictionary of Greek

  • ληθεδών — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνα — ληθεδών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνι — ληθεδών fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνος — ληθεδών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …   Dictionary of Greek

  • τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) …   Dictionary of Greek

  • τυφεδών — όνος και ῶνος, ἡ, Α 1. καύση, φλόγωση 2. πυρσός, λαμπάδα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα (ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”