θολερότης

θολερότης

θολερότης, ητος, ἡ, das Trübsein, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θολερότης — turbidity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερότητι — θολερότης turbidity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερότητα — η (Α θολερότης) [θολερός] η ιδιότητα τού θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια νεοελλ. φρ. α) «θολερότητα τού κερατοειδούς» απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού β) «θολερότητα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”