- ληθαργικός
ληθαργικός, schlafsüchtig, Hippocr.; Ath. XV, 689 c; vgl. Ep. ad. 411 (IX, 141).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληθαργικός, schlafsüchtig, Hippocr.; Ath. XV, 689 c; vgl. Ep. ad. 411 (IX, 141).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληθαργικός — affected by lethargic fever masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικός — ή, ό (Α ληθαργικός, ή, όν) [λήθαργος (Ι)] αυτός που βρίσκεται σε λήθαργο νεοελλ. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στον λήθαργο («ληθαργική κατάσταση») … Dictionary of Greek
ληθαργικά — ληθαργικός affected by lethargic fever neut nom/voc/acc pl ληθαργικά̱ , ληθαργικός affected by lethargic fever fem nom/voc/acc dual ληθαργικά̱ , ληθαργικός affected by lethargic fever fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικῶν — ληθαργικός affected by lethargic fever fem gen pl ληθαργικός affected by lethargic fever masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικόν — ληθαργικός affected by lethargic fever masc acc sg ληθαργικός affected by lethargic fever neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικοῖς — ληθαργικός affected by lethargic fever masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικοῖσι — ληθαργικός affected by lethargic fever masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικοί — ληθαργικός affected by lethargic fever masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικοῦ — ληθαργικός affected by lethargic fever masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργικούς — ληθαργικός affected by lethargic fever masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργική — ληθαργικός affected by lethargic fever fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)