- παρα-δειγματίζω
παρα-δειγματίζω, Einen zum Beispiel machen, ihn zum Beispiel aufstellen, τινά, Pol. 29, 7, 5 u. öfter, Plut. u. a. Sp.; – παραδειγματιστέον, Pol. 35, 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-δειγματίζω, Einen zum Beispiel machen, ihn zum Beispiel aufstellen, τινά, Pol. 29, 7, 5 u. öfter, Plut. u. a. Sp.; – παραδειγματιστέον, Pol. 35, 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek