θηλυ-μανής

θηλυ-μανής

θηλυ-μανής, ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόϑοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”