- θηλυ-κτόνος
θηλυ-κτόνος, Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-κτόνος, Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυκτόνος — θηλυκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο κτόνος, ζωο κτόνος] … Dictionary of Greek