- θηλυ-φόνος
θηλυ-φόνος, Weiber tödtend, Nic. Al. 41 u. Diosc., τὸ ϑ. = ἀκόνιτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-φόνος, Weiber tödtend, Nic. Al. 41 u. Diosc., τὸ ϑ. = ἀκόνιτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυφόνον — θηλυφόνον, τὸ (Α) το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φόνος] … Dictionary of Greek
θηλυφόνος — (thelyphonus). Γένος δηλητηριωδών αραχνοειδών της οικογένειας των θηλυφονιδών. Το πρώτο ζεύγος των σκελών του απολήγει σε δακτυλιωτό πόδι, όμοιο με μαστίγιο. Η κοιλιά του αποτελείται από δώδεκα δακτύλιους· από αυτούς οι τρεις τελευταίοι στενεύουν … Dictionary of Greek