- θηλυ-τόκος
θηλυ-τόκος, weibliche Kinder od. Junge gebärend; Arist. gen. an. 1, 18; Theocr. 25, 125; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-τόκος, weibliche Kinder od. Junge gebärend; Arist. gen. an. 1, 18; Theocr. 25, 125; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτόκος — I Χριστιανική προσωνυμία της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Η προσωνυμία αυτή γενικεύτηκε στις τάξεις των χριστιανών τον 4ο αι., όταν διάφοροι αιρετικοί… … Dictionary of Greek
θηλυτόκος — θηλυτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μόνο θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ά τοκος, επί τοκος] … Dictionary of Greek
υγροτόκος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει νερό («ῥεέθρων ὑγροτόκους ὠδῑνας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. βραδυ τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek
κουροτόκος — κουροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek
νεκροτοκώ — (Α νεκροτοκῶ, έω) (για γυναίκα) γεννώ νεκρό βρέφος, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θηλυ τοκώ, μονο τοκώ] … Dictionary of Greek
υιοτοκία — ἡ, Μ η γέννηση γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θηλυ τοκία] … Dictionary of Greek