- θοηρός
θοηρός, erkl. Hesych. u. Suid. τεταραγμένος, also = ϑολερός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοηρός, erkl. Hesych. u. Suid. τεταραγμένος, also = ϑολερός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek