- ληνίς
ληνίς, ίδος, ἡ, die Bacchantinn, Suid. Nach E. M. 478, 29 auch = ληνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληνίς, ίδος, ἡ, die Bacchantinn, Suid. Nach E. M. 478, 29 auch = ληνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληνίς — a Bacchante fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίς — (I) ληνίς, ίδος, ἡ (ΑM) [Λήναι] η βακχεύουσα, η Βάκχη. (II) ληνίς, ίδος, ἡ (Α) [ληνός] 1. σκάφη για πότισμα ζώων 2. σκάφη ζυμώματος 3. η ιστοπέδη, το μέρος που υποδέχεται τον ιστό πλοίου … Dictionary of Greek
ληνίδα — ληνίς a Bacchante fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίδες — ληνίς a Bacchante fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίδος — ληνίς a Bacchante fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… … Dictionary of Greek
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
las- — las English meaning: willing, active, covetous Deutsche Übersetzung: “gierig, lasziv, mutwillig, ausgelassen sein” Material: O.Ind. laṣati “begehrt” (*la ls ati), lülasa “begierig, violent, verlangend”, ullasita “ausgelassen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary