- παραδεισιακός
παραδεισιακός, zum Thiergarten gehörig, Paraphr. D. Per. 756.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραδεισιακός, zum Thiergarten gehörig, Paraphr. D. Per. 756.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραδεισιακός — ή, ό / παραδεισιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος. επίρρ... παραδεισιακώς και ά σαν σε παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός)] … Dictionary of Greek
παραδεισένιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)