λοξο-χρήσμων

λοξο-χρήσμων

λοξο-χρήσμων, ον, dunkle, zweideutige Orakel ertheilend, wie λοξίας, Schol. Lycophr. 1467.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακοχρήσμων — κακοχρήσμων, ον και δωρ. τ. κακοχράσμων, ον (Α) (πιθ. εσφ. αν. αντί κακοφράδμων) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί κανείς, δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρήσμων (< χρῶμαι), πρβλ. λοξο χρήσμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”