λημαλέος, triefäugig, thränend, Luc. Lexiph. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λημαλέος — λημαλέος, α, ον (Α) [λήμη] (για τα μάτια) γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος … Dictionary of Greek
λημαλέους — λημαλέος bleared masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)