- λημματισμός
λημματισμός, ὁ, = λῆμμα, Vortheil, Gewinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λημματισμός, ὁ, = λῆμμα, Vortheil, Gewinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λημματισμός — λημματισμός, ὁ (Μ) [λημματίζω] κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα … Dictionary of Greek
προλημματισμός — ὁ, Μ προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»] … Dictionary of Greek