ληξι-πύρετος

ληξι-πύρετος

ληξι-πύρετος, das Fieber stillend, hemmend, Medic.; auch ληξοπύρετος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 771.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληξιπύρετος — και ληξοπύρετος ον (Α) αυτός που κάνει τον πυρετό να υποχωρήσει, που καταπαύει τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πυρετός (πρβλ. α πύρετος, ριγο πύρετος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”