λομβρότερον

λομβρότερον

λομβρότερον, unanständiger, Poll. 4, 105.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λομβρότερον — λομβρός adverbial comp λομβρός masc acc comp sg λομβρός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λομβρός — λομβρός, όν (Α) (το ουδ. στον συγκριτ.) λομβρότερον (για μια άσεμνη όρχηση) απρεπέστερα, αισχρότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται με τα λόμβαι, λομβός και πιθ. με το ανθρωπωνύμιο Λόμβαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”