ληκώ

ληκώ

ληκώ, οῦς, ἡ, das männliche Glied, Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • ληκῶ — ληκάω pres imperat mp 2nd sg ληκάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ληκάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ληκάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ληκάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ληκάω imperf ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • David Bain — David Michael Bain (* 3. Juli 1945 in Carlisle; † 30. November 2004 in Manchester) war ein britischer Altphilologe, besonders Gräzist. Leben Geboren in Carlisle, wuchs er in Melrose (Scottish Borders) auf und erhielt seine Schulbildung in der… …   Deutsch Wikipedia

  • επιληκώ — ἐπιληκῶ, έω (Α) επιδοκιμάζω με φωνές, επικροτώ («ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα... κοῡροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι» έπειτα χόρεψαν αυτοί οι δυο και οι άλλοι νέοι κρατούσαν το ρυθμό με φωνές, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληκώ «κραυγάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κομπολακώ — κομπολακῶ, έω (Α) μιλώ με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. τού ληκῶ) «ηχώ»] …   Dictionary of Greek

  • λάκησις — λάκησις, ἡ (Α) απομίμηση τής φωνής τής όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ, δωρ. τ. τού ληκῶ «κραυγάζω, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λακεδών — λακεδών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή 2. ρητό, δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ / ληκῶ «φωνάζω» + δων, όνος (πρβλ. σπα δών)] …   Dictionary of Greek

  • λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”