- θοινήτωρ
θοινήτωρ, ορος, ὁ, = ϑοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινήτωρ, ορος, ὁ, = ϑοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] … Dictionary of Greek
θοινήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινήτορα — θοινήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινήτορι — θοινήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)