- θοινᾱτικός
θοινᾱτικός, zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινᾱτικός, zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινατικός — θοινατικός, ή, όν (Α) [θοινώ] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
θοινητικά — θοινατικός of neut nom/voc/acc pl θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc/acc dual θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)