θηγάνη — θηγάνη, ἡ (Α) [θήγω] 1. το ακόνι 2. παροξυσμός, ερεθισμός … Dictionary of Greek
θηγάνη — whetstone fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάνῃ — θηγάνη whetstone fem dat sg (attic epic ionic) θηγάνω pres subj mp 2nd sg θηγάνω pres ind mp 2nd sg θηγάνω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάναι — θηγάνη whetstone fem nom/voc pl θηγάνᾱͅ , θηγάνη whetstone fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάναισι — θηγάνη whetstone fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάνην — θηγάνη whetstone fem acc sg (attic epic ionic) θηγάνω pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάνης — θηγάνη whetstone fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγανον — θήγανον, τὸ (Α) η θηγάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω. Παράλλ. τ. τού θηγάνη] … Dictionary of Greek
θηγάνας — θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem acc pl θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek
θαγάνεος — θαγάνεος, ον (Α) κοφτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί *θηγάνεος (< θηγάνη ή θήγανον «πέτρα τού ακονίσματος» < θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek