λογο-θέτης

λογο-θέτης

λογο-θέτης, , der die Rechnung Abfordernde u. Prüfende, Sp., vgl. Phryn. 210; am byzantinischen Hofe der Kanzler.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεοθέτης — κρεοθέτης, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, λογο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • νομοθέτης — ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, ιδος) αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης νεοελλ. πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης τής ποίησης» β. «νομοθέτης τής… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • κεντροθεσία — κεντροθεσία, ἡ (Α) αστρολ. η πλασματική τοποθέτηση τών ουράνιων σωμάτων κατά τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θεσία, λογο θεσία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”