- λογο-θεώρητος
λογο-θεώρητος, nur mit der Vernunft zu erkennen u. zu begreifen, intellectuell, im Ggstz des sinnlich Wahrnehmbaren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογο-θεώρητος, nur mit der Vernunft zu erkennen u. zu begreifen, intellectuell, im Ggstz des sinnlich Wahrnehmbaren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… … Dictionary of Greek