λογο-ειδής

λογο-ειδής

λογο-ειδής, ές, 1) der Prosa od. dem Ausdrucke des gemeinen Lebens ähnlich, Plut. u. Rhett. – 2) der Vernunft ähnlich, τὸ λογοειδὲς τῶν ζῴων, Themist., Philostr. u. a. Sp., auch adv. λογοειδῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογοειδής — λογοειδής, ές (AM) ο όμοιος προς τον πεζό λόγο («τὸ κοινὸν τῆς γραφῆς, ἐξ ἧς οἱ λογοειδεῑς γίνονται στίχοι», Ευστ.) μσν. λογικοφανής («λογοειδεῑς ἐνέργειαι», Δαμάσκ.) αρχ. 1. λογικός, εύλογος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοειδές α) η πεζογραφία β) (η… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • πυροειδής — ές, ΝΜΑ όμοιος με φωτιά, πυρώδης μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυροειδής ο πλανήτης Αρης αρχ. μτφ. (για λόγο) καυστικός, δηκτικός. επίρρ... πυροειδῶς ΜΑ με πυροειδή τρόπο, όμοια με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”