- λογο-γραφία
λογο-γραφία, ἡ, das Schreiben in Prosa, im Ggstz der Dichtkunst, bes. das Schreiben einer Rede, Plat. Phaedr. 257 e u. Sp.; das Redenschreiben für Geld, Demad. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογο-γραφία, ἡ, das Schreiben in Prosa, im Ggstz der Dichtkunst, bes. das Schreiben einer Rede, Plat. Phaedr. 257 e u. Sp.; das Redenschreiben für Geld, Demad. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
παραγραφία — η διαταραχή που απαντά συνήθως στον γραπτό λόγο και συνίσταται σε σύγχυση ή παρεκτόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paragraphia (< παρ[α] * + γραφία < γραφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek