- λογο-πλάθος
λογο-πλάθος, = λογοποιός, Aesop, B. A. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογο-πλάθος, = λογοποιός, Aesop, B. A. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπνοπλάθος — ἰπνοπλάθος, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο πλάθος] … Dictionary of Greek
κοροπλάθος — ο (Α κοροπλάθος) ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο… … Dictionary of Greek
λογοπλάθος — λογοπλάθος, ὁ (Α) (για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος, πηλο πλάθος] … Dictionary of Greek