- λοιβίς
λοιβίς, ίδος, ἡ, nach Ath. XI, 486 b = σπονδεῖον. Vgl. λοιβάσιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβίς, ίδος, ἡ, nach Ath. XI, 486 b = σπονδεῖον. Vgl. λοιβάσιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβίς — λοιβίς, ίδος, ἡ (Α) [λοιβή] λοιβείον* … Dictionary of Greek
λοιβίδας — λοιβίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβίδες — λοιβίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek