- θηγαλέος
θηγαλέος, geschärft, scharf, πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίϑος ϑηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηγαλέος, geschärft, scharf, πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίϑος ϑηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηγαλέος — θηγαλέος, α, ον (Α) 1. οξύς, κοφτερός 2. αυτός που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων αλ αν στο θ. θηγ (πρβλ. λ.χ. θηγ αν η)] … Dictionary of Greek
θηγαλέον — θηγαλέος pointed masc acc sg θηγαλέος pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέη — θηγαλέος pointed fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέην — θηγαλέος pointed fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέης — θηγαλέος pointed fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέοις — θηγαλέος pointed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέους — θηγαλέος pointed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέων — θηγαλέος pointed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέῃ — θηγαλέος pointed fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέῳ — θηγαλέος pointed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek