λοιμο-φόρος

λοιμο-φόρος

λοιμο-φόρος, pest-, verderbenbringend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοιμοφόρος — λοιμοφόρος, ον (Α) αυτός που επιφέρει λοιμό, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κριοφόρος — Προσωνυμία που απέδιδαν στον θεό Ερμή οι Ταναγραίοι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός έσωσε την πόλη τους από τον λοιμό, περιφέροντας γύρω από τα τείχη έναν κριό, τον οποίο κρατούσε στους ώμους του. Για να τον ευχαριστήσουν, οι Ταναγραίοι ίδρυσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”