- λοιδορισμός
λοιδορισμός, ὁ, f. L. für λοιδορησμός, Thom. Mag.; vgl. Lob. zu Phryn. 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορισμός, ὁ, f. L. für λοιδορησμός, Thom. Mag.; vgl. Lob. zu Phryn. 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορησμός — λοιδορησμός, ὁ (Α) λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού *λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε ίζω (βλ. και λοιδοριστής)] … Dictionary of Greek