λοιβεῖον

λοιβεῖον

λοιβεῖον, τό, Gefäß zum Trankopfer, wie λοιβάσιον, Plut. Marcell. 2; Poll. 10, 65 macht denselben Unterschied, der unter λοιβάσιον aufgeführt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοιβείον — λοιβεῑον, τὸ (Α) [λοιβή] αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • λοιβεῖον — cup for pouring libations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιβεῖα — λοιβεῖον cup for pouring libations neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιβάσιον — λοιβάσιον, τὸ (Α) το λοιβείον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιβεῖον + κατάλ. άσιον (πρβλ. καμηλ άσιον, ιππ άσιον)] …   Dictionary of Greek

  • λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… …   Dictionary of Greek

  • λοιβίς — λοιβίς, ίδος, ἡ (Α) [λοιβή] λοιβείον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”