λοιμός

λοιμός

λοιμός, , Pest, Seuche, jede ansteckende, schnell um sich greifende, tödtliche Krankheit; IL. 1, 61. 97; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes. O. 241; λοιμοῦ τις ἦλϑε σκηπτός; Aesch. Pers. 701; Suppl. 645; λοιμὸς ἔχϑιστος Soph. O. R. 28; Her. 7, 171. 8, 115; οἱ λοιμοὶ φιλοῠσι γίγνεσϑαι ἐκ τῶν τοιούτων Plat. Conv. 188 b; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Legg. IV, 709 a; Sp., λοιμῷ προςβάλλειν, Plut. Coriol. 13. – Uebh. Verderben, im plur., Pol. 38, 2. – Auch von einem Menschen, ein verderblicher, schändlicher Mensch, Dem. 25, 80. – Entweder mit λιμός oder mit λῦμα zusammenhangend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοιμός — plague masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο κάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”