- λογχίτης
λογχίτης, ὁ, = λογχήρης, Hdn. epim. p. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχίτης, ὁ, = λογχήρης, Hdn. epim. p. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχίτης — spearman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχίτης — ο (Α λογχίτης) [λόγχη] στρατιώτης οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος … Dictionary of Greek
λογχίτην — λογχίτης spearman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχίτας — λογχίτᾱς , λογχίτης spearman masc acc pl λογχίτᾱς , λογχίτης spearman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
λογχιστής — ο [λογχίζω] ο λογχίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχίζω. Απόδοση του γαλλ. lancier. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σπύρο Π. Βενέτη] … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek