- ληκυθο-φόρος
ληκυθο-φόρος, die Oelflasche tragend, παῖς, Poll. 3, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληκυθο-φόρος, die Oelflasche tragend, παῖς, Poll. 3, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληκυθοφόρος — ληκυθοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει λήκυθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + φορος (< φέρω)] … Dictionary of Greek