- ληκτήριος
ληκτήριος, aufhörend, rings umgränzt, νῆσος, Lycophr. 966, vgl. 1391.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληκτήριος, aufhörend, rings umgränzt, νῆσος, Lycophr. 966, vgl. 1391.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληκτήριος — ληκτήριος, ία, ον (Α) έσχατος, τελευταίος («νῆσον εἱς ληκτηρίαν» στα τελευταία όρια τής νήσου, Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήγω + κατάλ. τήριος] … Dictionary of Greek
ληκτήριος — extreme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτηρίαν — ληκτηρίᾱν , ληκτήριος extreme fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)